- αδεεί
- ἀδεεί επίρρ. (Μ) [ἀδεής]αδεώς, άφοβα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀδεεῖ — ἀδεής fearless masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀδεής fearless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδεής — (I) ἀδεής, ές (Α) 1. αυτός που δεν φοβάται κάτι, άφοβος, θαρραλέος 2. που δεν προκαλεί ανησυχία ή άγχος, ασφαλής, σίγουρος 3. που δεν προξενεί φόβο, ο μη τρομακτικός 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδεές ασφάλεια, σιγουριά 5. επίρρ. ἀδεῶς α) χωρίς φόβο ή… … Dictionary of Greek